Γράφει ο Ιατρός Ζαρκάδας Κωνσταντίνος - Βιοπαθολόγος, Μικροβιολόγος
Η “νόσος του φιλιού”
Η λοιμώδης μονοπυρήνωση είναι μια λοιμώδης νόσος που προκαλείται από τον ιό Epstein–Barr (Human Herpes Virus 4, HHV 4) , ο οποίος ανήκει στην ευρύτερη ομάδα των ερπητοϊών. Η λοιμώδης μονοπυρήνωση συμβαίνει στην παιδική ηλικία και τα περισσότερα παιδιά που θα νοσήσουν έχουν ήπια συμπτώματα, αλλά κατά κύριο λόγο είναι ασυμπτωματικά. Συνηθέστερα εμφανίζετε στην εφηβική ηλικία ή σε νεαρούς ενήλικες ηλικίας 15 εώς 24 ετών, όπου τότε συνήθως παρουσιάζεται με συμπτώματα που στην αρχή μοιάζουν με μια απλή αμυγδαλίτιδα ή ένα κοινό κρυολόγημα. Μέχρι την ενηλικίωση πάντως, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό. Σημειώνεται ότι το κατά προσέγγιση 90-95% των ενηλίκων παγκοσμίως είναι οροθετικοί στον EBV.
Συμπτώματα
Στους ενήλικες σε κάποιες περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι πολύ ήπια. Οι περισσότεροι όμως ασθενείς παρουσιάζουν πυρετό που μπορεί να φτάνει ή και να ξεπερνάει τους 39 °C, ιδρώτες, πονόλαιμο, πονοκέφαλο, αίσθημα έντονης κόπωσης και κακουχίας, μυαλγίες καθώς και ανορεξία. Σε ένα μικρό ποσοστό των ασθενών παρουσιάζεται δερματικό εξάνθημα που μπορεί να το εκλάβει κάποιος για αλλεργία ή άλλη εξανθηματική νόσο, όπως λ.χ. ιλαρά.
Κατά την εξέταση από τον γιατρό διαπιστώνεται διόγκωση συγκεκριμένων λεμφαδένων του τραχήλου ή και άλλων περιοχών του σώματος, καθώς και διόγκωση του ήπατος και ακόμα συχνότερα και του σπλήνα.
Τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν 2-3 εβδομάδες και σπάνια πολύ περισσότερο.
Μετάδοση
Από την στιγμή που ο ιός εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα, αρχίζει να πολλαπλασιάζεται και στη συνέχεια εκκρίνεται από τις εκκρίσεις των σιελογόνων αδένων. Επομένως η μετάδοση γίνεται κατά κανόνα με το σάλιο μέσω άμεσης επαφής (εξ’ ου ονομάζεται και “νόσος του φιλιού”) ή και έμμεσα, μέσω χρησιμοποιημένων ποτηριών, σκευών κλπ.
Πολύ σπάνια έχει συμβεί μετάδοση μέσω μετάγγισης αίματος ή μεταμόσχευσης οργάνων σε ασθενή. Από την στιγμή της μόλυνσης μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι δυνατόν να περάσουν μέχρι και 6 εβδομάδες.
Οι συγκάτοικοι και οι κοντινοί φίλοι των ατόμων που πάσχουν από λοιμώδη μονοπυρήνωση δεν κινδυνεύουν να νοσήσουν εκτός αν εκτεθούν με τον τρόπο που αναφέρθηκε παραπάνω.
Διάγνωση
Αν και ένας έμπειρος κλινικός γιατρός μπορεί αρκετές φορές να βάλει εύκολα την διάγνωση της λοιμώδους μονοπυρήνωσης απλά και μόνο με την εξέταση και το ιστορικό, τις περισσότερες φορές χρειάζεται εργαστηριακός έλεγχος για την επιβεβαίωση της νόσου.
Σε περιπτώσεις κλινικής υποψίας της νόσου ο γιατρός ζητάει την γενική αίματος στην οποία φαίνεται (όχι πάντοτε από την αρχή) η αύξηση των άτυπων λεμφοκυττάρων στο επίχρισμα του περιφερικού αίματος (πλακάκι) με > 10%, καθώς και ορισμένες βιοχημικές εξετάσεις οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεαστούν από τον ιό όπως SGOT, SGPT, LDH, αλκαλική φωσφατάση, γGT κλπ. Ανάμεσα στις εξετάσεις που μπορεί να επηρεαστούν κατά την διάρκεια της νόσου είναι και τα λευκά αιμοσφαίρια, ο αιματοκρίτης (αναιμία) και τα αιμοπετάλια (θρομβοπενία).
Η οριστική διάγνωση τίθεται με ειδική ανοσολογική εξέταση αίματος που ανιχνεύει αντισώματα έναντι του καψιδίου του ιού EBV (anti–VCA), η οποία όμως θετικοποιείται μερικές φορές αρκετά καθυστερημένα.
Εργαστηριακά, η λοιμώδης μονοπυρήνωση χαρακτηρίζεται και από την παρουσία των ετερόφιλων αντισωμάτων. Το μονο-test (τεστ μονοπυρήνωσης) είναι μια εξέταση που ανιχνεύει γρήγορα τα ετερόφιλα αντισώματα (συγκολλητίνες). Το θετικό αποτέλεσμα στο μονο-test με ταυτόχρονη παρουσία ανάλογων κλινικών ή και αιματολογικών ευρημάτων, επιβεβαιώνει τη διάγνωση της λοιμώδους μονοπυρήνωσης. Τα ετερόφιλα αντισώματα μπορεί να εμφανιστούν στον ορό περίπου 6-10 μέρες μετά την επαφή. Προτιμάται η εξέταση να μην γίνεται πρόωρα καθώς τα αντισώματα αυτά αποκτούν την μέγιστη συγκέντρωση τους 2-6 εβδομάδες μετά την λοίμωξη. Η παρουσία των αντισωμάτων μπορεί να παραμείνει για μέχρι 1 έτος, ενώ η συγκέντρωσή τους κορυφώνεται μεταξύ 4 και 8 εβδομάδων μετά τη έναρξη της λοίμωξης.
Σκοπός της διάγνωσης είναι η διάκριση της λοιμώδους μονοπυρήνωσής προκαλούμενη από EBV, από άλλα αίτια όπως ιογενής ηπατίτιδα (A,B,C), HIV λοίμωξη, λοίμωξη από CMV, τοξοπλάσμωση καθώς και από την στρεπτοκοκκική φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, τη διφθερίτιδα και την οξεία λευχαιμία, ώστε να επιτυγχάνεται η βέλτιστη δυνατή θεραπευτική προσέγγιση.
Θεραπεία
Η θεραπεία είναι κυρίως συμπτωματική.
Οι ιοί γενικά δεν ανταποκρίνονται στα αντιβιοτικά και επομένως δεν συστήνεται η λήψη αντιβιοτικών. Ο γιατρός σας είναι δυνατόν να διερευνήσει την πιθανότητα η εικόνα της φαρυγγίτιδας να οφείλεται σε μικροβιακό παράγοντα όπως ο στρεπτόκοκκος (strep test) και σ’ αυτή την περίπτωση είναι δυνατό να συστήσει ειδική αγωγή.
Επομένως στην περίπτωση της νόσου αυτής η θεραπεία περιορίζεται στην ανάπαυση στο κρεβάτι (θα πρέπει να αποφεύγεται η σωματική δραστηριότητα λόγω κινδύνου ρήξης του σπλήνα για τουλάχιστον 21 ημέρες μετά την εμφάνιση των αρχικών συμπτωμάτων), την ελαφρά δίαιτα με σούπες και μαλακή τροφή, την λήψη άφθονων υγρών και την χρήση αντισηπτικών του φάρυγγα.
Το είδος και η δοσολογία των αντιπυρετικών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να συζητηθούν με τον γιατρό. Τα στεροειδή δεν αποτελούν πρώτη γραμμή αντιμετώπισης, παρά μόνο σε επιπλεγμένες περιπτώσεις.
Επιπλοκές
Ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών με λοιμώδη μονοπυρήνωση παρουσιάζουν διόγκωση του σπλήνα και επειδή στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος της ρήξης του οργάνου με καταστροφικά έως και θανατηφόρα αποτελέσματα, θα πρέπει οι ασθενείς με σπληνομεγαλία να αποφεύγουν για αρκετές εβδομάδες οποιαδήποτε δραστηριότητα αυξάνει τον κίνδυνο αυτό (χτυπήματα στην κοιλιά, ομαδικά ή ατομικά αθλήματα, άρση βάρους, κλπ).
Σε περίπτωση που ένας ασθενής με λοιμώδη μονοπυρήνωση αισθανθεί πόνο στην κοιλιά θα πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική συμβουλή επειδή αυτό μπορεί να είναι ένα σημείο ρήξης του σπλήνα.
Επίσης ένα ποσοστό των ασθενών με λοιμώδη μονοπυρήνωση παρουσιάζει μία μορφή ηπατίτιδας με αύξηση του μεγέθους του ήπατος καθώς και αύξηση των ηπατικών και χολοστατικών ενζύμων στο αίμα. Η μορφή αυτή της ηπατίτιδας υποχωρεί χωρίς ειδική θεραπεία, όμως οι ασθενείς θα πρέπει να απέχουν αυστηρά από την λήψη αλκοόλ μέχρι την υποχώρηση των συμπτωμάτων και την επάνοδο στα φυσιολογικά επίπεδα των ηπατικών ενζύμων.
Τέλος, ένας μικρός αριθμός ασθενών με λοιμώδη μονοπυρήνωση, είναι δυνατόν να παρουσιάσουν σημαντικό οίδημα στην περιοχή του φάρυγγα και των αμυγδαλών σε σημείο τέτοιο που να δυσκολεύει σημαντικά η κατάποση ή και η αναπνοή. Στις περιπτώσεις αυτές ο γιατρός θα συστήσει ειδική αγωγή με κορτιζόνη ή άλλα φάρμακα για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Πρόληψη
Προφύλαξη μέσω εμβολίου δεν υπάρχει για την συγκεκριμένη νόσο. Μοναδικός τρόπος πρόληψης είναι η αποφυγή άμεσης επαφής με τις στοματικές εκκρίσεις (σίελος) των πασχόντων και την αποφυγή χρήσης κοινών σκευών κουζίνας.